χιλιογραμμόμετρο — το, Ν χιλιόγραμμο ανά μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram meter < kilogram (βλ. χιλιόγραμμο) + meter (< μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιο γραμμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κ. Κοκίδη] … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
κιλοποντόμετρο — το μονάδα έργου τού πρακτικού συστήματος μονάδων μέτρησης, γνωστή και ως χιλιογραμμόμετρο (σύμβ. kpm ή kgrm) … Dictionary of Greek
χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… … Dictionary of Greek